Ίσως φταίνε τα φεγγάρια


Απόψε θα ρίξω τις ευθύνες μου στα φεγγάρια. Στα αστέρια και στους ουρανούς. Η ιστορία έχει δείξει πως εκείνοι μπορούν να τα σηκώσουν όλα. 

Φωτίζει απόψε τόσο η νύχτα που δεν αντέχω να βλέπω τις βρώμικες ψυχές μας να λερώνουν κι άλλα πατώματα, κι άλλες ζωές, κι άλλους μέλλοντες. 

Λερώσαμε τόσους παρατατικούς, δε σου αρκεί; 

Τίποτα δεν σου αρκούσε. Και απόψε θα χαρίσω τις ευθύνες μου αλλού. 

Εγώ δεν τις ξαναγγίζω, όπως δεν θα ξαναγγίξω κι εσένα. 

Εσύ αγνοείς την ύπαρξή τους. 

Θα τις μοιράσω στους αιθέρες. Σε πρώτο ενικό. Σε ευθύ λόγο. Ευθύ και δηλωτικό. Μ ακούς; Έχει κι αεράκι απόψε. Θα φτάσουν γρήγορα. Τις έχω συστημένες. Τις πλήρωσα. Διπλά και τριπλά. 

Θα γυρίσω πίσω. 

Θα τρέξω, να σωθώ και να απεγκλωβιστώ. 

Να ελευθερωθώ και να αγαπηθώ. 

Να με αγαπήσω απ’την αρχή και να τα ξαναχτίσω όλα. 

Να μάθω καινούριες λέξεις. Όπως το φύγε, το προχώρα, το τέλος. 

Απόψε θα ρίξω τις ευθύνες μου στα φεγγάρια. Δε μιλούν, δεν παραπονιούνται. Τα νιώθουν και τα καταπίνουν. Τα σβήνουν και προχωρούν. 

Απόψε θα φροντίσω να τους κάνω δάσκαλούς μου, να γονατίσω εμπρός τους και να τα ρουφήξω όλα. 

Να μάθω να καταπίνω άδολα παρελθόντα. 

Να ξυπνήσω, να λείπουν και να μάθω μόνη μου να τα σηκώνω όλα. 

Μόνη μου.




Το αντράκι του μπαμπά


Η Μελίνα για τον μπαμπά μας ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μικρότερος πίστευα πως την αγαπούσε περισσότερο από όλους κι από όλα. Πίστευα πως η μαμά νευρίαζε γιατί ο μπαμπάς έδινε όλη του την αγάπη στην Μελίνα. 

Δεν μιλάμε για αυτήν την αγάπη που σου έρχεται πρώτα πρώτα στο μυαλό. Δεν την είχε πριγκίπισσα, ούτε την καλομάθαινε. Τη Μελίνα ο μπαμπάς ήθελε να την κάνει αντράκι. Όχι, μηv το παρεξηγήσεις. Κούκλες της έπαιρνε και το δωμάτιο ροζ της το είχε βάψει. Άλλο αυτό. 

Ήταν το κορίτσι του. Δεν την έλεγε πριγκίπισσα. Ξερνούσε ο μπαμπάς με αυτά. Δεν τα έτρωγε τα παραμύθια. Στο κορίτσι του όμως έκανε το χατίρι και της διάβαζε. Εγώ δε θυμάμαι, αγέννητος ήμουν, αλλά το μαρτυρά η βιβλιοθήκη μας και το κεφάλι της Μελίνας που είναι γεμάτο σκόρπιους στίχους και εικόνες από παραμύθια. 

Ήταν η Μελίνα, το Μελινάκι, το Μελώνι όπως την φώναζε όταν ήταν στις καλές του, όταν δεν τους άκουγε κανείς. 

Μεγάλωναν μαζί, άλλωστε έχουμε μικρό μπαμπά, και μάθανε τη ζωή χέρι χέρι. Λέρωνε σαλοπέτες η Μελίνα, γινόταν χάλια στο πρόσωπο με παγωτό, βόλταρε με τη μηχανή του μπαμπά, έσκιζε γόνατα, έπεφτε και σηκωνόταν. Αυτό έβγαινε αυθόρμητα από μέσα της από όταν έμαθε να περπατάει, μέχρι και τώρα. 

Δεν ήταν αγοροκόριτσο. Ήταν πιο κοκέτα και από τη μαμά. 

Μετά γεννήθηκα εγώ. Και μοίρασε ο μπαμπάς την αγάπη. Αλλά όλη του την προσοχή την είχε ακόμη πάνω της. Δεν το λέω με παράπονο, δεν ζήλεψα ούτε λίγο, τη Μελίνα αν τη γνωρίσεις, θα δεις πως λίγο δε γίνεται να την αγαπήσει κανείς. 

Θυμάμαι που μου έλεγε «Μικρέ, τον μπαμπά μη τον φωνάξεις ποτέ πατέρα εντάξει; Στεναχωριέται. Το βλέπει απρόσωπο. Νομίζει πως τον κοροϊδεύουμε ή ότι τον αγαπάμε λιγότερο. Και τον μπαμπά δεν πρέπει να τον στεναχωρήσουμε ποτέ, ακούς;» 

Αν και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, την άκουγα πιστά. Είχε αυτήν τη δύναμη ό,τι και να λέει να το κάνει να φαίνεται πειστικό και σοβαρό. Ο μπαμπάς της το είχε μάθει κι αυτό. 

Όταν η Μελίνα μπήκε στην εφηβεία, ήταν σα να έμπαινε και ο μπαμπάς μαζί της. Ζούσαν όλα τα άγχη μαζί. Από τις εξετάσεις μέχρι και τα ρούχα που θα φορέσει. Μια φορά που είχε γυρίσει στις τρεις από ένα πάρτυ, θυμάμαι, σηκώθηκα να πιω νερό και ο μπαμπάς ήταν ξύπνιος. Ανησυχούσε για το Μελώνι. Δεν της το έδειχνε. Εκείνη όταν γυρνούσε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έριχνε και ένα ροχαλητό ο μπαμπάς μας και έκανε τον αδιάφορο. 

Ο μπαμπάς ήξερε. Ήξερε πως όταν ήταν νευριασμένη δεν ήθελε να της μιλάς, πως αν της έδινες λίγες πατάτες τηγανιτές τα ξέχναγε για λίγο όλα. Ο μπαμπάς ούτε τον εαυτό του δεν ήξερε τόσο καλά. 

Όταν τελείωσε το σχολείο και η Μελίνα ερωτεύτηκε και πόνεσε, ο μπαμπάς πονούσε διπλά. Όχι που έκαναν την «πριγκίπισσα» του να κλαίει, αλλά που δεν την είχε κάνει ακόμη, όσο αντράκι ήθελε. Της έλεγε πάντα, και το θυμάμαι γιατί με φώναζε και μένα να το ακούσω, «Κανένα δε θα παρακαλάς. Αν δεν σε θέλει, φύγε.» 

Σε κάθε της χωρισμό, ο μπαμπάς άναβε πρώτος τσιγάρο. Δεν του είχε πει ποτέ λεπτομέρειες το Μελώνι του κι εκείνος τα ήξερε όλα. Πάντα φοβόμουν ότι θα ξέρει τα πάντα και για μένα και φρόντιζα να είμαι προσεκτικός. 

Για εκείνη, ο μπαμπάς ήταν ένας μικρός θεός. Ήθελε να τον κάνει περήφανο να του ανταποδίδει όσα της πρόσφερε. Δεν μου τα είχε πει αυτά, τα είδα γραμμένα στην κάρτα των γενεθλίων του. Μιλούσαν με γράμματα και κάρτες. Έχει κι ένα κρυμμένο κουτί ο μπαμπάς. 

Η Μελίνα δεν έχει μεγαλώσει ακόμη, εξελίσσεται, όπως λένε μεταξύ τους για πλάκα. Γνωρίζουν τον κόσμο και γίνονται όλο και πιο αντράκια, μπροστά στα αντράκια που συναντούν εκεί έξω. Μόνοι τους κλαίνε -ναι κλαίει κι ο μπαμπάς-, μόνοι τους ξανασηκώνονται και βγαίνουν έξω να τους αντιμετωπίσουν. 

Άμα κάποτε γίνω μπαμπάς, μπαμπάς γιατί πατέρας δεν θέλω να γίνω, θέλω να μοιάσω σε εκείνον. Να κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου και να είμαι μικρός δάσκαλος. 

Θέλω να έχω δικές μου Μελίνες να μου χαμογελούν.  

Θα τους φέρνω πατάτες τηγανιτές και θα κοιμάμαι μέχρι τα ξημερώματα στις πολυθρόνες. Θα τους βάφω τους τοίχους ροζ για καμουφλάζ, μα μέσα μου θα ξέρω πως τις έχω κάνει αντράκια. 

Στον Αντώνη.


Να με διεκδικείς


«Θέλω να με διεκδικείς. Θέλω κάθε μέρα που περνάει να με κατακτάς. 

Να βάλεις στοίχημα με τον εαυτό σου να είσαι όπως στις αρχές, όπως τις πρώτες μας μέρες. 

Δεν είναι εγωιστικό. Είναι ανάγκη, επιβεβαίωση, είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε. Ο μόνος τρόπος να αντέξω. 

Θέλω να ανυπομονείς να με δεις, να αργώ και να φωνάζεις. Να μη σου αρέσει το λίγο-λίγο μου, να θες πολύ-πολύ. Να νευριάζεις με το σιγά-σιγά μου και να το θες γρήγορα. Να σε αγχώνει ο χρόνος που περνάει και να θες να γεμίζουμε κάθε δευτερόλεπτο. 

Θέλω να με θες κι εγώ θα σε θέλω δυο φορές. 

Κάθε μέρα θέλω να γνωριζόμαστε απ την αρχή. Να πέφτει το βλέμμα σου στο δικό μου και να μένουμε σκαλωμένοι, για ώρες. Να με φλερτάρεις και να παίζουμε το γνωστό μας παιχνίδι «ενδίδω; δεν ενδίδω».  

Να με διεκδικείς αντρίκια κι όχι κλισεδιάρικα. Να βρίσκεις τρόπους μικρούς κι έξυπνους. 

Θέλω να ‘χεις ευθύνη για μας. 

Θέλω να ‘μαστε ακόρεστοι και πλεονέκτες. Να αγαπάμε τις στιγμές μας, να μπορούμε να τις ζούμε έντονα και να μας αρκεί. 

Θέλω να μ αγγίζεις, όπως στις αρχές. Να ‘χεις εκείνο τον γλυκό δισταγμό κι εγώ εκείνη την εσκεμμένη αφροδισιακή ντροπή μου. 

Θέλω να ‘σαι περήφανος, που είμαι δίπλα σου, χωρίς να το φωνάζεις στους δρόμους, να το φωνάζει το σώμα σου και η ψυχή σου μόνο. 

Θέλω να μη με μοιράζεσαι και μόνο στην ιδέα να τρελαίνεσαι. Θέλω να με κάνεις να μη γουστάρω να δίνομαι κι αλλού. Να με φυλακίσεις χωρίς να με βάλεις σε κελί. Να με δέσεις χωρίς να μου περάσεις σχοινιά. 

Θέλω να ‘σαι μικρός δάσκαλος κι εγώ ανοιχτό βιβλίο. Να γράφεις μέσα μου ανεξίτηλα και να χαράζεσαι. Στον περιορισμένο χρόνο σου θέλω να ‘μαι απεριόριστη ανάγκη. 

Να ‘μαι όλα εκείνα τα βλαβερά που αγαπάμε να καταχραζόμαστε. 

Δεν είμαι εγωίστρια. 

Εγώ θα ξυπνάω κάθε μέρα και θα δίνω πιο πολλά από όσα έδωσα χθες και πιο πολλά από αυτά που αντέχεις. 

Δεν απαιτώ, ούτε επαιτώ. Σου μιλώ για τα αυτονόητα. 

Εσύ θέλω μόνο να με διεκδικείς. 

Δεν υπάρχει για πάντα και το ξέρουμε. Αλλά θέλω να βαφτίζουμε την στιγμή πάντα και εμάς αιωνόβιους. Να κολυμπάμε στα ρηχά των ψευδαισθήσεών μας και να παίζουμε κρυφτό με τον χρόνο. 

Να κάνουμε στην άκρη όλα τα «θα» του κόσμου, όλους τους μέλλοντες. Να μας νοιάζει το «τώρα» και να μη χωράμε μέσα του. Να ξεχειλίζουμε από όλες τις πτυχές του, να τις ξεχειλώνουμε και να απλωνόμαστε μέσα τους. 

Θέλω να με διεκδικείς βροντερά, με όλο σου το είναι. Να τρέμουν τα μέσα σου κάθε που λείπω. Να μη μ’αφήνεις να λείπω. 

Μόνο να με διεκδικείς.» 

Κι έπεσε το τηλέφωνο απ τα χέρια. 

Όλα τα «θέλω» πεταμένα σε ακουστικά, αραδιασμένα σε τηλεφωνητές.  Ανάγκες γνωστές κι ανείπωτες. Επιβεβαιώσεις ποθητές στα αζήτητα. 

Εκείνες που ζητούν την επιβεβαίωση αν δεν μπορείς να τις αντέξεις, τρέξε. Αλλιώς πλησίασε τις και δώσε τους αγάπη. 

Όχι, μη βιαστείς να πεις πως έχουν πληγές, τραύματα, ανασφάλειες και ψυχολογικά. Μη καταφεύγεις στα κοινότυπα. 

Πλησίασέ τις κι άκουσέ τις. 

Βρες το θάρρος να μιλάς σε αυτιά κι όχι σε τηλεφωνητές.


Πρώτη δημοσίευση: pillowfights

Η Μαλβίνα και οι συνταγές του έρωτα



Ξυπνούσε πολύ πρωί, σα να μη κοιμόταν καθόλου. Ήταν ανήσυχη κι αλήτισσα. Άνθρωποι σαν τη Μαλβίνα δε χρειάζονται στολισμό με πολλά επίθετα, τους είναι όλα λίγα. 

Μικρότερη έπεσα σε ένα αφιέρωμα ενός καναλιού για εκείνη. Συγκράτησα σκόρπιες λέξεις του έρωτα, μια γυναίκα με μαύρο αγορέ και το όνομά της. 

Η Μαλβίνα, σκέτο Μαλβίνα, χωρίς πολλά πολλά ήταν από εκείνες τις γυναίκες που λες θέλω να γίνω σαν αυτή. Δε σε νοιάζει αν θα έχεις επιτυχία έτσι ή αν θα σου πάει, και χωρίς να την ξέρεις καλά καλά, θες να της μοιάσεις. Κι αν είσαι άντρας, θες να σε ερωτευτεί. 

Ζούσε για τον έρωτα. Ήταν η βενζίνη της, η κινητήριος δύναμή της. Για να αφήσει έναν έρωτα, θα έπρεπε ήδη να είχε βρει τον επόμενο. Ο έρωτας ήταν η ανάσα της. Η εισπνοή και η εκπνοή της. 

Έγραφε για αυτόν αφού πρώτα τον ζούσε. Και μιλούσε και μαζί με τα παιδιά της για έρωτα, απενεχοποιημένα, ελεύθερα και αληθινά. 

Ο έρωτας για εκείνη χρειαζόταν μέγεθος. Ήταν χαλί μουσικό της ζωής της, φόντο της σκηνής της και συνάμα πρωταγωνιστής. 

Ζούσε για να είναι ερωτευμένη. Ήταν η ανάγκη, το μέσα της, το έξω της, το όλο. 

Είπα όλο και θυμήθηκα που έλεγε πως στον έρωτα είσαι ένα με τον άλλο. Μείγμα συμπαγές. Κουκίδα αεροστεγώς κλεισμένη. Ασπρόμαυρη. Yin και Yang. 

Το Yin εκείνη. Παραδομένη στον έρωτα. Σκλάβα του άντρα. Όχι δούλα. 

Έρωτας για εκείνη είναι να παραχωρείς σιγά σιγά τα δικαιώματα σου πάνω του. Να του τα δίνεις όλα, να μην έχεις τίποτα, να έχεις μόνο αυτόν. 

Γι’ αυτό ήταν αλήτισσα η Μαλβίνα. 

Ξυπνούσε κάθε πρωί και μαγείρευε. Γλυκά, αλμυρά, με ιδιαίτερη αγάπη στα ινδικά και με γούστα που ποίκιλλαν ανά την περίοδο. 

Δεν ήταν εξωγήινη. Αν και πίστευε πως ήταν. Με τα παιδιά της είχαν τη μυστική ομάδα 4Μ και τους έλεγε, διαδοχικά μέσα στα χρόνια πως ήταν από άλλο πλανήτη. 

Ήταν μάνα και γυναίκα. Γυναίκα και μετά μάνα. Δε θα μπορούσε να ήταν μάνα αν δεν παρέμενε γυναίκα. 

Τα χρόνια της έμοιαζαν με μια γρήγορη σάλσα. Εκείνη ο καβαλιέρος. Ντάμα της οι άντρες. Τους άντρες τους έβαζε όλους σε μία λέξη, έρωτας, η εμμονή της. 

Η Μαλβίνα ήταν μάγκας. Υπέκυπτε σε ελάχιστες καταστάσεις στη ζωή της. Πέρα από τον έρωτα υπέκυπτε στην αποτυχία, στην αναμονή και στις αρρώστιες. Υπέκυπτε και ξανασηκωνόταν όμως. Στα τρία πρώτα το κατάφερε με επιτυχία. 

Την αποτυχία την φοβόταν όχι γιατί ήθελε να είναι πετυχημένη ίσως γιατί πίστευε πως δε θα της δώσει αρκετή φόρα για την επιτυχία. Την αναμονή τη σιχαινόταν. Ο έρωτας την γονάτιζε. 

Είχε να σου δώσει συμβουλές, δεν είχε δασκαλίστικο ύφος και πίστευε σε συνταγές. Όχι μόνο επειδή ήταν καλή μαγείρισσα αλλά για εκείνη οι σχέσεις ήταν κάτι σαν το φαγητό. Αναγκαίες, απαραίτητες και απαιτούσαν επιθετικότατη ακρίβεια στην εκτέλεσή τους. 

Πώς δεν έχει ο έρωτας συνταγές; Σε όλα είχε να σου δώσει απάντηση. Από τις αγαπημένες μου απαντήσεις της είναι σε εκείνες που την ρωτούσαν πώς να είναι ευτυχισμένες. Τις συμβούλευε να είναι πάνω από όλους και κάτω από αυτόν που αγαπάν. Κι έπειτα έστρεφε το βλέμμα της αλλού και χαμογελούσε. 

Η Μαλβίνα φοβόταν και τον χρόνο. Ναι και αυτές οι γυναίκες τον φοβούνται. Δε την τρόμαζαν οι ρυτίδες και τα λευκά μαλλιά, την τρόμαζε το πόσο πρόσκαιρη είναι η παρουσία των ανθρώπων στη γη. 

Ο κάθε ένας, έλεγε, όταν φεύγει αφήνει πίσω του σκόνη. 

Εκείνη μας άφησε λίγη μαγική χρυσόσκονη.

Ο ήλιος του απογεύματος-K.Π. Kαβάφης


Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.

Η πριγκιπέσσα της θλίψης - Μίλτος Σαχτούρης



Οκτώβριος 

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό

Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό

Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα