Η υπαρξιακή ανορεκτικότητα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ


Ξυπνά πάντοτε πρωί. Φτιάχνει καφέ και ανοίγει το ραδιόφωνο. Θα φορέσει ρούχα χρωματιστά να πάει κόντρα στις διαθέσεις της. Γράφει πρωί. Τις νύχτες μόνο διορθώνει. Νιώθει τυχερή που την βοηθά ο νους, η έμπνευση και η υγεία της να γρατζουνάει ακόμη χαρτιά. 

Μια γυναίκα που θα την πετύχεις στην Ασκληπιού, στο νοικιαζόμενο διαμέρισμά της με το ξύλινο πάτωμα, σε ένα γραφείο, στον τρίτο, πίσω από στίβες σημειώσεων, χρωματιστά άνθη και βιβλία. Ανοιχτή και συζητήσιμη, θα σου προσφέρει κέρασμα και θα σε διευκολύνει, ίσως διαβάζοντας κάποιους στίχους της, όταν δε σου βγαίνουν οι λέξεις. 

Θα σου μιλήσει για τα σοκολατάκια ή τα ποιήματα που έγραφε μικρή, για τη φύση, το χρήμα, το ποτό και τον Ρουκ. Τον έρωτα. Το συναίσθημα. Την απουσία. Έρωτες φαντασιακούς δεν έχει ανάγκη να σου περιγράψει, ήταν τόσο πλούσια η ίδια που δεν είχε ανάγκη την φαντασία της. 

Η ερωτική ποίηση, είναι ένα από τα δυσκολότερα είδη ποίησης, διότι εύκολα μπορεί να ξεφύγει από την ύψιστη θέση του και να πέσει σε πατώματα γεμάτα αγκάθια, μπορεί να αυτό-ευτελιστεί. Εκείνη δεν την αφορά αυτό. Για την Αγγελάκη-Ρουκ η ερωτική ποίηση είναι ένα με τη νεότητα. Με το γήρας έρχεται στο χαρτί η αγάπη. Και εκείνη άγγιξε και τα δύο. 

Η ποίηση είναι το φάρμακό της. Γράφει πάντοτε λυπημένη και οι πληγές της γεμίζουν ποίηση. Πληγές, η κινητήριος δύναμη και ο πομπός της ποίησης. Συνειρμική κι αυτόματη η γραφή της, βγαίνει από μέσα σαν άλλη φυσική ανάγκη. 

Θα σου μιλήσει για μοναξιά. Σχεδόν έφηβη, σχεδόν χωρίς να έχει δώσει καλά καλά ερμηνεία στη λέξη, η ποιήτρια τόλμησε να μιλήσει για μοναξιά από τα πρώιμα βήματά της. 

Θα δεις μπλεγμένα στις λέξεις της φυσικά στοιχεία, τοπία, λουλούδια, δέντρα. Η ανάγκη επαφής με τη φύση κάνει τους ουρανούς και τα αστέρια οικεία σημεία στην ποίησή της. 

«Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ' έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω: Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση.» Στο τελευταίο της ποίημα ο φόβος της φθοράς του χρόνου και η ανάγκη επαναφοράς της νεότητας, όλο και αυξάνονται. Εχθροί της και φίλοι της καλοί παράλληλα, η φυσική της αναπηρία, ο καθρέφτης και ο χρόνος. Ήρεμη, ζεστή και χαμογελαστή, μα αν την ρωτήσεις αν την απασχολεί ο χρόνος, θα φωνάξει «Ναι!». Απόλυτα θα στήσει την απάντησή της απέναντι στην άλλη απολυτότητα, αυτή του χρόνου, στην ανάγκη της εξάρτησης που την πανικοβάλει πιο πολύ από όλα. 

Δεν την ενδιαφέρει τι θα γράψει η ιστορία για εκείνη, οι διθυραμβικοί ύμνοι και οι πομπώδεις αφιερώσεις δεν είναι το στοιχείο της. Νομίζει πάντως πως θα την θυμούνται ως ποιήτρια. Ποιήτρια όχι με την έννοια του επαγγελματία, αλλά με την έννοια του «βίτσιου», όπως λέει και η ίδια. Και μέσα από το νομίζω αυτό, λάμπει η μεγαλειότητα της προσωπικότητάς της. 

Κεφάλαιο φόβος. Σ' αυτό το σημείο φόβοι ανθρώπων και ποιητών εφάπτονται. Μεγαλύτερος φόβος ο θάνατος. Όλοι οι μικρότεροι γεννιούνται από αυτόν. Δηλητήριο η ιδέα του θανάτου, της φθοράς και της πληγής. Υποκεφάλαιο γηρατειά. Που σαν άλλα τέρατα ανοίγουν το στόμα τους και σε πνίγουν. 

«Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω, ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω, και να μην το ξέρω, κάνω πως γελάω, δεν επιθυμώ το αδύνατο, ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα για μένα σώματα, δεν μου χορταίνουν τη ματιά. » Το αγαπημένο της «παιδί», «Η ανορεξία της ύπαρξης» θα μπορούσε να είναι και ένας ολοκάθαρος, ολόγυμνος καθρέφτης της ψυχής της. Νιώθει να μη την ενδιαφέρει ούτε η ύπαρξή της. Την προσπερνά, μα συχνά πέφτει πάνω της. Συγκρούονται ύπαρξη και ψυχισμός. 

Είναι εδώ, μέσα σε όλα, μέσα στη φύση, στο σώμα, στα πάθη και τις ηδονές. Είναι μέσα στις στιγμές και συνάμα χιλιόμετρα μακριά. Όσα ζει, μπορεί και να τα παρατηρήσει. Όσα παρατηρεί, τα έχει ήδη ζήσει. Η υπαρξιακή της ανορεκτικότητα, την αρπάζει απ' το λαιμό, μα δεν καταφέρνει να την πνίξει. 

Αποδεδειγμένα μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ποιήτριες η Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ στην οποία ομόφωνα απενεμήθη το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου